- αποπομπαίος
- ἀποπομπαῑος, -α, -ον (Α) [αποπομπή]1. ο αποδιοπομπαίος*2. αυτός που απομακρύνει το κακό3. σιχαμερός, βδελυρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπομπαίων — ἀποπομπαῖος carrying away evil fem gen pl ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπομπαίοις — ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπομπαίου — ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπομπαίῳ — ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζαζέλ ή Αζαήλ — Βιβλικό πρόσωπο. Προσωποποίηση του πονηρού δαίμονα, που είναι αρχηγός κατά τη δαιμονολογία των Εβραίων, ορισμένης κατηγορίας δαιμόνων και κατοικεί στην έρημο. Κατά την εβραϊκή γιορτή του εξιλασμού προς αυτόν εξαπολυόταν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ἀποπομπαίωι — ἀποπομπαίῳ , ἀποπομπαῖος carrying away evil masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)